- αναγγελτικός
- -ή, -ό [αναγγέλλω] αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί κάτι, ο κατάλληλος για αναγγελία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναγγελτικαί — ἀναγγελτικός capable of expressing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγγέλλω — (Α ἀναγγέλλω) 1. φέρνω αγγελία, ανακοινώνω, γνωστοποιώ 2. ειδοποιώ για την επίσκεψη προσώπου αρχ. 1. μιλώ για κάποιον 2. προκηρύσσω, ορίζω ανταμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀγγέλλω. ΠΑΡ. αναγγελία, αναγγελτήριος, αναγγελτικός] … Dictionary of Greek